ρυμάτιο

ρυμάτιο
το, Ν
ναυτ. υποκορ. μικρό, κοντό παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύμα «παλαμάρι». Η λ., στον λόγιο τ. ῥυμάτιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”